Λυπούμαστε, αλλά τα λεξικά μας δεν ξέρουν να μεταφράζουν προτάσεις!
Το WordReference προσφέρει διαδικτυακά λεξικά, όχι λογισμικό μεταφράσεων. Παρακαλούμε, αναζητήστε μία μία τις λέξεις (μπορείτε να τις κλίκαρετε παρακάτω) ή κάντε μια ερώτηση στα φόρουμε εάν χρειάζεστε άλλη βοήθεια.

for a particular purpose


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο particular παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: for | a | purpose
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
particular adj (specific)συγκεκριμένος επίθ
 Which particular shade of blue were you looking for?
 Ποια συγκεκριμένη απόχρωση του μπλε ψάχνεις;
particular adj (exceptional)ιδιαίτερος επίθ
 Not everyone can be a goalkeeper. It requires particular skill.
 Δε μπορούν όλοι να είναι τερματοφύλακες. Απαιτείται ιδιαίτερο ταλέντο.
particular adj (special)ιδιαίτερος επίθ
 This scientist carries out research into viruses, with particular attention to Covid.
 Η επιστήμονας αυτή διεξάγει έρευνα με αντικείμενο τους ιούς, με ιδιαίτερη έμφαση στον Covid.
particular adj (fussy)ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος επίθ
 He is very particular about how his food should be cooked.
 Είναι πολύ ιδιότροπος (or: ιδιόρρυθμος) σχετικά με το πώς πρέπει να είναι μαγειρεμένο το φαγητό του.
particulars npl (details)στοιχεία ουσ ουδ πλ
 Please enter your particulars on this form.
 Παρακαλείσυε όπως συμπληρώσετε τα στοιχεία σας σε αυτή τη φόρμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
in every particular adv (in every detail)με κάθε λεπτομέρεια φρ ως επίρ
  (εμφατικός τύπος)με ανατριχιαστική λεπτομέρεια φρ ως επίρ
in particular adv (especially, specifically)συγκεκριμένα, ειδικά, ειδικότερα επίρ
  πιο συγκεκριμένα, πιο ειδικά φρ ως επίρ
 The past year, in particular the past six months, has been very challenging for the company.
 Η χρονιά που πέρασε και πιο συγκεκριμένα οι τελευταίοι έξι μήνες, ήταν πολύ δύσκολοι για την εταιρεία.
in this particular case adv (in this instance)στη συγκεκριμένη περίπτωση έκφρ
 Usually I would agree with you, but in this particular case I think you are mistaken.
nothing in particular pron (not anything specific)τίποτα συγκεκριμένο/ιδιαίτερο έκφρ
 Nothing in particular is needed to complete this decor.
particular choice n ([sth] specifically chosen)συγκεκριμένη επιλογή ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης
 I wonder why you made that particular choice over your other options.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση for a particular purpose στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «for a particular purpose».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!