WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις | 
| particular adj | (specific) | συγκεκριμένος επίθ | 
|  | Which particular shade of blue were you looking for? | 
|  | Ποια συγκεκριμένη απόχρωση του μπλε ψάχνεις; | 
| particular adj | (exceptional) | ιδιαίτερος επίθ | 
|  | Not everyone can be a goalkeeper.  It requires particular skill. | 
|  | Δε μπορούν όλοι να είναι τερματοφύλακες. Απαιτείται ιδιαίτερο ταλέντο. | 
| particular adj | (special) | ιδιαίτερος επίθ | 
|  | This scientist carries out research into viruses, with particular attention to Covid. | 
|  | Η επιστήμονας αυτή διεξάγει έρευνα με αντικείμενο τους ιούς, με ιδιαίτερη έμφαση στον Covid. | 
| particular adj | (fussy) | ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος επίθ | 
|  | He is very particular about how his food should be cooked. | 
|  | Είναι πολύ ιδιότροπος (or:  ιδιόρρυθμος) σχετικά με το πώς πρέπει να είναι μαγειρεμένο το φαγητό του. | 
| particulars npl | (details) | στοιχεία ουσ ουδ πλ | 
|  | Please enter your particulars on this form. | 
|  | Παρακαλείσυε όπως συμπληρώσετε τα στοιχεία σας σε αυτή τη φόρμα. | 
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: